φαρύγγεθρον

φαρύγγεθρον
και φαρύγεθρον και φαρύγετρον και φαρύγαθρον, τὸ, Α
1. φάρυγγας
2. (κατά τον Ησύχ.) «φαρύγεθρον
ὁ κατὰ τὰ παρίσθμια τόπος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρυξ, -υγος / -υγγος (για τις μορφές τού θ. βλ. λ. φάρυγγας) + επίθημα -ε-θρον (πρβλ. σκανδάλη-θρον). Η μορφή -ε-θρον τού επιθήματος μπορεί να ερμηνευθεί ως αναλογικός σχηματισμός προς τ. που προέρχονται από δισύλλαβες ρίζες (πρβλ. ὄλ-ε-θρος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φαρύγγεθρον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρυγγέθρου — φαρύγγεθρον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -θρο(ν) — το επίθημα θρο(ν), όπως και το θηλ. θρα, εμφανίζει αρκετά μεγάλη παραγωγικότητα στην Αρχαία, Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική. Το θ τού επιθήματος είναι πιθ. τής ίδιας προέλευσης όπως και στα θλο *, θμο *. Πρόκειται για παλαιότατο επίθημα, το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • φαρύγαθρον — τὸ, Α βλ. φαρύγγεθρον …   Dictionary of Greek

  • φαρύγεθρον — τὸ, Α βλ. φαρύγγεθρον …   Dictionary of Greek

  • φαρύγετρον — τὸ, Α βλ. φαρύγγεθρον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”